- παρόριος
- παρόριος,A v. παρόρειος.II ([etym.] ὅρος) on the border or edge, Plu. 2.366b : c. dat., τῇ Αἰθιοπίᾳ bordering on, OGI168.57 (Syene, ii B.C.).III ([etym.] ὅρος) παρόρια, τά, boundaries,
τῆς πόλεως POxy.1475.22
(iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.